Η απώλεια τριχών είναι ένα συνηθισμένο παράπονο, το οποίο μπορεί να αφορά μία μεγάλη ποικιλία παθήσεων. Παρόλο που η αιτία της μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις εύκολα να διαγνωστεί, ωστόσο σε κάποιες άλλες η διάγνωσή της παραμένει πρόκληση.
Οι τρίχες στο ανθρώπινο σώμα μπορεί να υπάρχουν με τρεις τύπους. Οι τελικές τρίχες, οι χνοώδεις και οι ενδιάμεσες. Οι τελικές τρίχες είναι παχύτερες, μακρύτερες και προσφύονται σε μεγαλύτερο βάθος στο σώμα συγκριτικά με τις χνοώδεις, ενώ οι ενδιάμεσες είναι κάτι μεταξύ των δύο προηγούμενων. Ο διαφορετικός τύπος τριχών σχετίζεται με το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται ένα άτομο, τα διαφορετικά σημεία του σώματος, όπου αναπτύσσονται, ωστόσο διαταραχή τους παρατηρείται σε παθολογικές καταστάσεις.
Από όταν σχηματιστούν οι τρίχες, οι τριχικοί θύλακες υπόκεινται εφ’ όρου ζωής σε κυκλικό ρυθμό ανάπτυξης. Η φάση ανάπτυξης του τριχικού θυλάκου (αναγενής), ακολουθείται από τη μεταβατική (καταγενής) και τελικά τη φάση ηρεμίας (τελογενής), κατά την οποία η παλιά τρίχα πέφτει προκειμένου η νέα τρίχα να αναπτυχθεί με τον τριχικό θύλακα να εισέρχεται εκ νέου στην αναγενή φάση ανάπτυξής του. Στον άνθρωπο, αυτή η κυκλική φάση δεν είναι συγχρονισμένη για όλους τους τριχικούς θυλάκους, προκειμένου στο άτομο να μη βρίσκονται ποτέ όλες οι τρίχες μαζί στην τελογενή φάση. Σε αυτήν την περίπτωση, θα έπεφταν ταυτόχρονα όλες οι τρίχες μαζί, μέχρι να ξαναφυτρώσουν οι καινούριες, με τους ανθρώπους να είναι περιστασιακά φαλακροί.
Οι παθήσεις, οι οποίες μπορεί να σχετίζονται με απώλεια τριχών είναι πολλές και ετερογενείς μεταξύ τους, με διαφορετικά κλινικά, παθολογικά χαρακτηριστικά και αιτιολογίες. Οι παθήσεις μπορεί να σχετίζονται με διαταραχές στον κύκλο ανάπτυξης του τριχικού θυλάκου, με φλεγμονώδεις καταστάσεις οι οποίες αφορούν τον τριχικό θύλακα ή με κληρονομικές ή και επίκτητες διαταραχές της ίδιας της τρίχας.
Ο βασικός διαχωρισμός που αφορά τις διαφορετικές μορφές απώλειας τριχών αφορά τις ουλωτικές μορφές (όταν οι τρίχες δεν πρόκειται να ξαναβγούν και το δέρμα έχει μια χαρακτηριστική όψη), τις μη ουλωτικές (οι τρίχες αναπτύσσονται ξανά, αρκεί να υπάρχει έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση και αντιμετώπιση) και τις παθήσεις στις οποίες η βλάβη έχει να κάνει με την ίδια την τρίχα (το στέλεχος της τρίχας), και στις οποίες οι τρίχες είναι πολύ εύθραυστες. Πολλές φορές, μπορεί η απώλεια τριχών να γίνει η αφορμή για τη διάγνωση μιας συστηματικής καταστάσης, αφού μερικά νοσήματα στον άνθρωπο μπορεί να εκδηλώνονται και με απώλεια τριχών.
Η τριχόπτωση μπορεί να παρατηρείται μεμονωμένα ή και με συνοδά συμπτώματα, όπως κνησμό, αίσθημα καύσους, πιτυρίδα, ευαισθησία.
Προκειμένου να γίνει σωστή προσέγγιση εξαρχής, είναι απαραίτητο ένα πολύ καλό ιατρικό ιστορικό. Η έναρξη των συμπτωμάτων, τα συνοδά συμπτώματα, η ηλικία του πάσχοντος, τα χαρακτηριστικά απώλειας τριχών, η διάρκεια, η εντόπιση και η έκταση των βλαβών, συνυπάρχοντα νοσήματα ή προηγούμενες ιατρικές καταστάσεις που μπορεί να στρεσσάρουν τον οργανισμό μεταφράζονται με συγκεκριμένες παθήσεις ανά περίπτωση. Επίσης, στα πλαίσια ενός πολύ καλού ιστορικού είναι και πληροφορίες που μπορεί να αφορούν την οικογένεια και πιθανές κληρονομικές καταστάσεις.
Στη συνέχεια, απαιτείται η κλινική εξέταση. Αφορά τόσο το σώμα ολόκληρο, όσο και το σημείο στο οποίο εντοπίζεται η απώλεια τριχών. Σωστός φωτισμός, επισκόπηση της περιοχής η οποία νοσεί, τριχοσκόπηση και βοηθητικές δοκιμασίες που αφορούν τις τρίχες, βοηθούν σε πρώτη φάση στην προσέγγιση της νόσου. Στις περιπτώσεις, στις οποίες τίθεται ζήτημα διαφοροδιάγνωσης ή πιθανολογείται συστηματική συμμετοχή και πιθανή έναρξη συστηματικής αγωγής, τότε πρέπει να γίνει η λήψη βιοψίας και ιστολογική εξέταση. Σπανιότερα, μπορεί να χρειαστεί και εργαστηριακός έλεγχος.
Σε συγκεκριμένες παθήσεις απώλειας τριχών, υπάρχει η δυνατότητα να γίνει για διαγνωστικό σκοπό γενετικό τεστ, με τη βοήθεια του οποίου εξατομικευμένα αναλύεται το γονιδίωμα του πάσχοντος και με βάση τα αποτελέσματά του ορίζεται η αγωγή τόσο με τοπικά σκευάσματα, όσο και με συμπληρώματα.
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από την αιτιολογία της νόσου. Μπορεί να αφορά προληπτικά μέτρα, τοπικούς παράγοντες, συστηματικούς ή και θεραπείες στο ιατρείο.
Στα προληπτικά μέτρα συμπεριλαμβάνονται αποφυγή μερικών συνηθειών της καθημερινότητας, οι οποίες έχουν σαν αποτέλεσμα την άσκηση έντονης τάσης στη ρίζα της τρίχας ή την καταστροφή της τρίχας.
Σαν τοπικοί παράγοντες (λοσιόν, σπρέι, σαμπουάν) χρησιμοποιούνται είτε ουσίες που ενισχύουν και θρέφουν την τρίχα, είτε φαρμακευτικές ουσίες, οι οποίες ηρεμούν πιθανή φλεγμονή στην πάσχουσα περιοχή, συμβάλλουν στη σωστή ανάπτυξη της τρίχας τόσο σε μήκος όσο και σε πάχος.
Στις περιπτώσεις στις οποίες η έκταση της νόσου είναι μεγάλη ή πρόκειται για συστηματικό νόσημα, τότε η χορήγηση αγωγής συστηματικά κρίνεται αναγκαία. Στόχος των αγωγών αυτών είναι να σταματήσει την ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται η τριχόπτωση, να σταθεροποιήσει μία αλωπεκία, να μειώσει πιθανή φλεγμονή, να συντηρήσει τα καλά αποτελέσματα που σταδιακά εμφανίζονται, μετά από τις αγωγές.
Όλα τα παραπάνω όταν συνδυάζονται και με θεραπείες στο ιατρείο, όπως τοπικές εγχύσεις θρεπτικών συστατικών, αυτόλογη μεσοθεραπεία, οδηγούν σε πολύ καλά αποτελέσματα, που εμφανίζουν διάρκεια.