ΜΕΛΑΝΩΜΑ
Η σοβαρότερη μορφή καρκίνου του δέρματος είναι το μελάνωμα. Η συχνότητα εμφάνισής του αυξάνεται με το πέρασμα των χρόνων, ενώ η πρόληψη ή ακόμα η έγκαιρη διάγνωσή του παίζουν καθοριστικό ρόλο για την μετέπειτα αντιμετώπιση του πάσχοντος.
ΑΚΑΝΘΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ
Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ένας κακοήθης όγκος, ο οποίος προκύπτει από τα επιφανειακά κύτταρα της επιδερμίδας (κερατινοκύτταρα).
ΒΑΣΙΚΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ
Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ένας συνηθισμένος καρκίνος δέρματος που προέρχεται από τη βασική στιβάδα της επιδερμίδας και τα εξαρτήματά της.
Το οικογενειακό ιστορικό, το ατομικό ιστορικό, η αθροιστική ηλιοέκθεση, οι ατομικές συνήθειες του ασθενούς, ο φαινότυπος, οι συνυπάρχουσες καταστάσεις υγείας, τα συγχορηγούμενα σκευάσματα , πιθανή συνυπάρχουσα ανοσοκαταστολή, ο αυξημένος αριθμός σπίλων αποτελούν στοιχεία που εξετάζονται κατά τη λήψη του ιατρικού ιστορικού.
Το μελάνωμα, με βάση τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά, διακρίνεται σε τέσσερις κύριους υποτύπους:
Εξαιρετικής σημασίας είναι ο ετήσιος έλεγχος των σπίλων, κατά τον οποίο μετά τη λήψη ενός πολύ καλού ιστορικού, ο ασθενής εξετάζεται ολοσωματικά, με τη βοήθεια δερματοσκοπίου (δερματολογικού μηχανήματος με το οποίο αναγνωρίζονται όλα τα χαρακτηριστικά των σπίλων, τα οποία δεν είναι πάντα ορατά με γυμνό μάτι). Ανάλογα με τη μορφή των σπίλων δίνεται τότε η οδηγία είτε για επανάληψη της δερματοσκόπησης σε ένα έτος ή νωρίτερα, είτε γίνεται σύσταση για να προχωρήσει κάποιος σε χαρτογράφηση (κατά την οποία η παραπάνω αναλυτική εξέταση με το δερματοσκόπιο καταγράφεται σε μία οθόνη και έτσι υπάρχουν και οι εικόνες των σπίλων με όλα τα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά τους), είτε συστήνεται χειρουργική εξαίρεση των ύποπτων βλαβών με επακόλουθη ιστολογική εξέταση. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν και επιπλέον τρόποι εκτίμησης των ύποπτων βλαβών, πέραν της χαρτογράφησης (π.χ. συνεστιακή μικροσκόπηση).
Η παραπάνω ετήσια προληπτική εξέταση είναι πολύ σημαντική και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες αποβαίνει σωτήρια. Μέσω αυτής μπορεί ο ασθενής να αφαιρέσει χειρουργικά σπίλο που τα χαρακτηριστικά του να είναι πολύ πρώιμα άτυπα και επομένως η μετέπειτα αντιμετώπιση να είναι ευνοϊκότερη και ευκολότερη, συγκριτικά με έναν σπίλο που εμφανίζει έντονη ατυπία, διήθηση και πιθανή μετάσταση σε γειτονικές ή και μακρινές δομές. Στην τελευταία περίπτωση, για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου μελανώματος, είναι απαραίτητη η συνεργασία πολλών ειδικοτήτων, όπως δερματολόγων, οικολόγων, ακτινολόγων.
Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ένας κακοήθης όγκος, ο οποίος προκύπτει από τα επιφανειακά κύτταρα της επιδερμίδας (κερατινοκύτταρα). Συνήθως, άτομα με ανοιχτούς φωτοτύπους (ανοιχτό χρώμα δέρματος, ανοιχτόχρωμα μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια) τυπικά αναπτύσσουν ακανθοκυτταρικά καρκινώματα σε περιοχές στις οποίες παρατηρείται ηλιοέκθεση/ηλιοκαταστροφή, ενώ τα σκουρόχρωμα άτομα τα εμφανίζουν σε μη ηλιοεκτεθειμένες περιοχές. Τα ακανθοκυτταρικά μπορεί να παρατηρηθούν σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος (κεφαλή, λαιμός, κορμός, άκρα, στόμα, γεννητική περιοχή, περιονύχια).
Ταξινομούνται ως:
Μετά τη λήψη ενός πολύ καλού ατομικού και οικογενειακού ιστορικού, γίνεται ολοσωματική κλινική εξέταση. Παρόλο που κλινικά και δερματοσκοπικά ευρήματα μπορεί να είναι αρκετά ώστε να τεθεί η διάγνωση για το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, επίσημα η επιβεβαίωση της διάγνωσης απαιτεί ιστολογική εξέταση. Με την ιστολογική εξέταση εκτιμώνται ταυτόχρονα και επιπλέον χαρακτηριστικά της βλάβης, όπως διήθηση της βλάβης σε γύρω δομές, διαφοροποίηση του όγκου, βάθος του όγκου, στοιχεία απαραίτητα για την τελική σταδιοποίησή του και επομένως τον καθορισμό της μετέπειτα θεραπευτικής του προσέγγισης.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση ενός ακανθοκυτταρικού εξαρτάται από τη διήθηση ή όχι που αυτό εμφανίζει στην ιστολογική εξέταση. Έτσι, η αντιμετώπιση μπορεί να αφορά από χειρουργική αφαίρεση, μέχρι περαιτέρω απεικονιστικό έλεγχο, συμπληρωματικές θεραπείες με γιατρούς που προέρχονται από διαφορετικές ειδικότητες και όχι μόνο δερματολόγους.
Μετά την πλήρη αντιμετώπιση ενός ακανθοκυτταρικού καρκινώματος, ο δερματολόγος συνιστά για τον πρώτο χρόνο εξέταση κάθε 3-6 μήνες και έπειτα σε ετήσια βάση.
Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ένας συνηθισμένος καρκίνος δέρματος που προέρχεται από τη βασική στιβάδα της επιδερμίδας και τα εξαρτήματά της. Ονομάζονται και “επιθηλιώματα”, επειδή εμφανίζουν χαμηλή μεταναστευτική δύναμη, ωστόσο διατηρούν και το όνομα “καρκινώματα” επειδή είναι τοπικά διηθητικά, επιθετικά και προκαλούν καταστροφή του δέρματος στο σημείο όπου εμφανίζονται και στους γύρω ιστούς.
Ως επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται ορισμένοι περιβαλλοντικοί (ηλιοέκθεση, τεχνητές μέθοδοι μαυρίσματος, φωτοθεραπείες, φωτοευαισθητοποιοί παράγοντες, χρόνια έκθεση σε αρσενικό), η ιονίζουσα ακτινοβολία, οι ανοιχτοί φωτότυποι (μαλλιά, μάτια, δέρμα), το θετικό ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, οι κληρονομικές καταστάσεις οι οποίες σχετίζονται με βασικοκυτταρικά καρκινώματα, η ανοσοκαταστολή, κάποιες ατομικές συνήθειες (το κάπνισμα).
Συντριπτικό ποσοστό των βασικοκυταταρικών καρκινωμάτων παρατηρούνται στο πρόσωπο και μικρότερο στον κορμό, ενώ πολύ σπάνια συναντώνται στη γεννητική περιοχή ή περιπρωκτικά.
Οι βασικότεροι υπότυποί του είναι:
Προκειμένου να τεθεί η διάγνωσή του, ο δερματολόγος πρέπει να λάβει ένα πολύ καλό ιατρικό ιστορικό και έπειτα να προχωρήσει στην ολοσωματική κλινική εξέταση και δερματοσκόπηση του ασθενούς. Ωστόσο, όταν τίθεται ζήτημα διαφοροδιάγνωσης κρίνεται σκόπιμη και η ιστολογική εξέταση, με την οποία διευκρινίζονται περαιτέρω χαρακτηριστικά του βασικοκυτταρικού καρκινώματος.
Ο διαχωρισμός των βασικοκυτταρικών καρκινωμάτων σε χαμηλού ή υψηλού ρίσκου γίνεται ανάλογα με το μέγεθός τους, την εντόπισή τους, τα ιστοπαθολογικά χαρακτηριστικά τους, την υποτροπή ή όχι που μπορεί να εμφανίζουν ως όγκοι, την ανοσολογική κατάσταση του πάσχοντος, πιθανές προηγούμενες ακτινοθεραπείες στο συγκεκριμένο σημείο, η παρουσία ή όχι σαφών κλινικών ορίων των βλαβών.
Η θεραπευτική προσέγγιση του βασικοκυτταρικού καρκινώματος εξαρτάται άμεσα από όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά και μπορεί να αφορά από τοπικές θεραπείες οι οποίες εφαρμόζονται στο σημείο όπου εμφανίζεται ο όγκος, φωτοδυναμική θεραπεία, μεθόδους καυτηριασμού, ενδοβλαβικές εγχύσεις, μέχρι χειρουργική αφαίρεσή του με ή χωρίς ακτινοθεραπεία. Σε πολύ προχωρημένες καταστάσεις ο ασθενής επωφελείται και από συστηματικά χορηγούμενους παράγοντες.
Μετά την πλήρη αντιμετώπιση ενός βασικοκυτταρικού καρκινώματος, ο δερματολόγος συνιστά για τον πρώτο χρόνο εξέταση κάθε 6 μήνες και έπειτα σε ετήσια βάση.